Πρωτεΐνη και οστεοπόρωση

diatrofitkalloni οστεοπόρωση

Η οστεοπόρωση είναι μία ασθένεια που χαρακτηρίζεται από χαμηλή οστική πυκνότητα και μέτρια ποιότητα οστού. Εξελίσσεται χωρίς συμπτώματα ή πόνους έως ότου προκύψει κάποιο κάταγμα, που εντοπίζεται συνήθως στο ισχίο, στην σπονδυλική στήλη ή στον καρπό. Γι’αυτό χαρακτηρίζεται ως σιωπηλή επιδημία της εποχής μας. Μπορεί να οδηγήσει σε πόνους, ανικανότητα και σε ορισμένες περιπτώσεις στο θάνατο.

Σε όλους μας παρατηρείται κάποια οστική απώλεια με το πέρασμα των χρόνων αλλά δεν θα εμφανίσουμε οστεοπόρωση. Στη μέση ηλικία, η πιθανότητα για τις γυναίκες να εκδηλώσουν οστεοπόρωση μεγαλώνει, γιατί χάνουν την προστατευτική ιδιότητα των οιστρογόνων στα οστά, όμως η οστεοπόρωση μπορεί να εκδηλωθεί σε οποιαδήποτε ηλικία και στα δύο φύλα λόγω πολλών παραγόντων.Στα άτομα νεαρής ηλικίας ο ρυθμός παραγωγής νέου οστού είναι ταχύτερος από αυτόν της απορρόφησης του παλιού από τον οργανισμό.

Το αποτέλεσμα είναι η οστική μάζα να αυξάνεται προοδευτικά και να φτάνει τη μέγιστη τιμή της γύρω στην ηλικία των 25-30 ετών και να διατηρείται περίπου μέχρι τα 35 στα ίδια επίπεδα. Αυτή η μέγιστη τιμή εξαρτάται κυρίως από κληρονομικούς παράγοντες, αλλά και από άλλους εξωγενείς, όπως είναι η σωματική άσκηση και η επαρκής πρόσληψη ασβεστίου κατά τα χρόνια της ανάπτυξης. Μετά την ηλικία των 35 αρχίζει μία σταδιακή απώλεια της οστικής μάζας και στα δύο φύλα, με ένα ρυθμό της τάξης του 0.3-0.5% το χρόνο.

Στις γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση, λόγω της ταχείας μείωσης των οιστρογόνων, ο ρυθμός αυτός αυξάνεται σημαντικά σε 1-3% απώλειας οστικής μάζας το χρόνο και μπορεί να φτάσει ακόμα και μέχρι τα 7-8%. Οι ειδικοί επισημαίνουν με έμφαση ότι ο κίνδυνος ανάπτυξης οστεοπόρωσης εξαρτάται από τα «αποθέματα» οστικής μάζας που έχει εξασφαλίσει ο οργανισμός μέχρι την ηλικία των 30 περίπου ετών, σε συνδυασμό με τον ρυθμό απώλειας της αργότερα. Οσο δηλαδή μεγαλύτερη οστική μάζα «αποθηκεύσουμε», τόσο μικρότερος είναι ο κίνδυνος οστεοπόρωσης από την απώλεια της αργότερα. (Laboratory 2009)

ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ ΟΣΤΕΟΠΟΡΩΣΗΣ : ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΚΑΙ ΠΟΙΟΙ ΚΙΝΔΥΝΕΥΟΥΝ ΑΠΟ ΑΥΤΗ

Το πρόβλημα με την οστεοπόρωση είναι ότι δεν υπάρχουν ευδιάκριτα συμπτώματα ή κάποια άλλα προειδοποιητικά σημεία της πάθησης, μέχι τη στιγμή που θα προκληθεί κάποιο κάταγμα. Τα κατάγματα της σπονδυλικής στήλης και του μηριαίου είναι τα πιο συνηθισμένα.

Τα συμπτώματα της οστεοπόρωσης μπορούν να εμφανιστούν μετά την εκδήλωση της νόσου, με πόνους στην σπονδυλική στήλη λόγω μικροκαταγμάτων ή με καθίζηση ή με παραμόρφωση των σπονδύλων με αποτέλεσμα την κύφωση ή ελάττωση του ύψους του πάσχοντα. Πολλές φορές ο πόνος στην σοφυική μοίρα της σπονδυλικής στήλης μετά από ορθοστασία είναι και το μοναδικό σύμπτωμα.

Εκτός από τα πιο πάνω, η οστεοπόρωση είναι συχνά υπεύθυνη για τη μεγάλη συχνότητα των καταγμάτων στην περιοχή του ισχίου και του καρπού.

Η οστική μάζα των γυναικών είναι εκ φύσεως μικρότερη συγκριτικά με αυτή των ανδρών. Η απότομη μείωση των επιπέδων των οιστρογόνων λόγω εμμηνόπαυσης, αυξάνει το ρυθμό απώλειας της οστικής μάζας, όπως προαναφέραμε, με αποτέλεσμα οι γυναίκες να είναι πιο ευάλωτες και να βρίσκονται αντιμέτωπες με την ύπουλη αυτή ασθένεια πολύ πιο γρήγορα από τους άνδρες. Η αύξηση δε του μέσου όρου ζωής έχει ως αποτέλεσμα οι γυναίκες να ζουν το 1/3 περίπου της ζωής τους, χωρίς την προστατευτική ασπίδα των οιστρογόνων που τις προφυλάσσει από την οστεοπόρωση. Σημαντικοί παράγοντες κινδύνου για το γυναικείο φύλο είναι επίσης η πρώιμη εμμηνόπαυση πριν από τα 45, η προεμμηνοπαυσιακή ανεπάρκεια οιστρογόνων, η αφαίρεση των ωοθηκών και η αμηνόρροια.

Παρόλα αυτά και οι άνδρες μπορούν να προσβληθούν από την ασθένεια αυτή, απλά δεν είναι πολύ συχνό φαινόμενο και αυτό γιατί οι άνδρες έχουν εκ φύσεως μεγαλύτερη οστική μάζα, δεν υφίστανται την απότομη αλλαγή των οιστρογόνων και έχουν σταθερό ρυθμό απώλειας μάζας. (Laboratory 2009)

1.1. ΠΡΟΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΣΤΕΟΠΟΡΩΣΗ

Τρώγοντας καλά και παραμένοντας σωματικά δραστήριοι είναι δύο βασικά συστατικά ενός υγιεινού τρόπου ζωής. Αυτές είναι επίσης οι πυλώνες της πρόληψης της οστεοπόρωσης σε όλα τα στάδια της ζωής.

Παρόλο που η κληρονομικότητα καθορίζει σε μεγάλο βαθμό το μέγεθος και την πυκνότητα των οστών, παράγοντες του τρόπου ζωής μας, όπως η τακτική άσκηση και η καλή διατροφή επίσης παίζουν σημαντικό ρόλο.

Η συμμετοχή σε σωματική δραστηριότητα έχει πολλά οφέλη για την υγεία μας και είναι απολύτως απαρραίτητη για γερά κόκαλα και μυες. Έτσι, είναι σημαντικό να ενισχυθούν οι μύες και τα οστά κάποιου για να μειωθεί ο κίνδυνος της οστεοπόρωσης.

Περπατώντας, για παράδειγμα, 4 ώρες την εβδομάδα με μια συγκεκριμένη ταχύτητα μειώνεται περίπου κατά 40% η εμφάνιση των καταγμάτων του ισχίου. Απλά στοχευμένα προγράμματα άσκησης έχει αποδειχθεί ότι βελτιώνουν την οστική πυκνότητα και τη λειτουργική κινητικότητα, με αποτέλεσμα να μειώνονται κατα 10% έως 50% οι πτώσεις σε μεγαλύτερες ηλικίες. (Province 1995).

ΠΡΩΤΕΙΝΗ ΚΑΙ ΟΣΤΕΟΠΟΡΩΣΗ

Η πρόσληψη πρωτείνης βοηθάει στην πρόληψη από την οστεοπόρωση. Αυτό συμβαίνει γιατί βοηθά στην οικοδόμηση ισχυρότερων οστών και μυών.

Οι συστάσεις για την πρόσληψη σε πρωτεΐνες κυμαίνονται από 8% έως 35% επί της συνολικής ημερήσιας ενεργειακής πρόσληψης. Οι περισσότεροι οργανισμοί προτείνουν λιγότερο από 15% ως τα υψηλότερα φυσιολογικά επίπεδα.

Αντίστοιχα, οι Μέσες Απαιτήσεις (AR) σε πρωτεΐνη κυμαίνονται από 0,60-0,68 γραμμάρια/κιλό σωματικού βάρους/ημέρα και οι Προσλήψεις Αναφοράς Πληθυσμού (PRI) από 0,75-0,84 γραμμάρια/κιλό σωματικού βάρους/ημέρα.

Ειδικότερα, η Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφάλειας Τροφίμων προτείνει την πρόσληψη 0,66 γραμμμαρίων πρωτεϊνών/κιλό σωματικού βάρους την ημέρα ως Μέση Απαίτηση και 0,83 γραμμαρίων πρωτεϊνών/κιλό σωματικού βάρους την ημέρα ως Πρόσληψη Αναφοράς Πληθυσμού για τους υγιείς ενήλικες. (EFSA 2012).

Ένας από τους μηχανισμούς με τους οποίους μια υψηλότερη πρόσληψη πρωτεινών μπορεί να έχει μια θετική επιρροή επί των οστών και την υγεία των μυών είναι η αύξηση των επιπέδων ινσουλίνης στο αίμα- αυξητικού παράγοντα-1 (IGF-1). Αυτό μπορεί επίσης να επιτευχθεί με τα συμπληρώματα πρωτείνης όπως αποδείχθηκε και σε μια μελέτη μεταξύ ασθενών με κάταγμα ισχίου, όπου παράχθηκε από το ήπαρ, βοήθησε τον σχηματισμό των οστών και των μυών και υποστήριξε τη μετατροπή την βιταμίνης D στην ενεργό μορφή της. (Schurch 1998).

Υπάρχει παρόλα αυτά η άποψη πως η κατανάλωση της περίσσειας πρωτείνης στην Δυτικού τύπου διατροφή παράγει υπερασβεστιουρία και ένα αρνητικό ισοζύγιο ασβεστίου. Οι γυναίκες σε ένα πρόγραμμα διατροφής με βάση τα δημητριακά έχουν καθημερινή απαίτηση ασβεστίου της τάξης των 300 mg/ημέρα, ενώ η γυναίκα στις ΗΠΑ για τη Δυτική διατροφή της απαιτεί πέντε φορές περισσότερο, 1500 mg/ημέρα περίπου. (Heaney RP 1978).

Η πρωτείνη επίσης συνοδεύεται από φωσφορικό άλαας. Αυτό προκαλεί μια υπογλυκαιμική δράση του φωσφορικού στην παραθυρεοειδή ορμόνη (PTH), το οποίο δίνει την ίδια ορμονη αλλά εξαρτώμενη από μια επαναπορρόφηση του ασβεστίου. Η αυξημένη δραστηριότητα της ορμόνης φαίνεται να οδηγεί σε αυξημένη επαναρρόφηση οστού.

Ένα παράδειγμα είναι η πρωτεινική διατροφή στο Western, η οποία αυξάνεται απο 47 gr/ημέρα σε 95 gr/ημέρα και σε 147gr/ημέρα, 12 και 1 mg αντίστοιχα συγκρατούνται από το ασβέστιο ενώ 85 mg χάνονται. Οι τιμές ουρικού ασβεστίου ήταν 217, 303 και 426 mg αντίστοιχα. (HM 1072). Τα στοιχεία δείχνουν ότι οι δίαιτες με πολύ χαμηλή πρόσληψη πρωτείνης μπορεί να προκαλέσουν απώλεια ασβεστίου, ενώ η διπλή αύξηση σε ζωική πρωτείνη προκαλεί μία αύξηση 50% ασβεστίου στα ούρα. Αυτό φαίνεται ότι προκύπτει από τη μειωμένη κλασματική νεφρική σωληναριακή επαναπορρόφηση του ασβεστίου, προφανώς με τον καταβολισμό των θειούχων αμινοξέων. Μια ανύψωση της πρωτείνης που προκαλείται από το ρυθμό σπειραματικής διήθησης συμβάλλει επίσης στην ασβεστοούριση.

Ωστόσο, μια διατροφή με βάση τη σόγια ήταν σε θέση να διατηρήσει την ισορροπία του ασβεστίου σε μια πρόσληψη ασβεστίου περίπου 457 mg/ημέρα. Η δίαιτα με βάση τη σόγια περιείχε μια σημαντικά χαμηλότερη περιεκτικότητα σε θειούχα αμινοξέα και διακλαδισμένης αλυσίδας αμινοξέα. (MB 1988).

Επίσης, η ουρική έκκριση του ασβεστίου και του ουρικού οξέος έχει συσχετιστεί άμεσα με πρόσληψη ζωικής πρωτείνης στους ανθρώπους. Δίαιτες πολύ χαμηλές σε ζωική πρωτείνη, όπως σε μια χορτοφαγική διατροφή, θα μείωνε σημαντικά την συνολική πρόσληψη πρωτείνης και θα ελαχιστοποιούσε επίσης την περιεκτικότητα σε θείο των αμινοξέων.

Μια μελέτη, η οποία συνέκρινε μέσο πλάτος προσαρμοσμένης οστικής μάζας/ ακτίνα φλοιού οστού δεν κατάφερε να δείξει σημαντικές διαφορές σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες που ήταν χορτοφάγοι ή παμφάγοι. (Brockis JG 1982) (Hunt FH 1989)

ΜΕΛΕΤΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΣΕ ΜΕΤΑ-ΕΜΜΗΝΟΠΑΥΣΙΑΚΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ

Η παρούσα μελέτη είχε σκοπό να εξετάσει αν τα συμπληρώματα ασβεστίου μπορούν να είναι αποτελεσματικά στην επίτευξη ευνοικών αλλαγών στους δείκτες οστικού μεταβολισμού σε μετά-εμμηνοπαυσιακές γυναίκες στην Ελλάδα με μια διαιτητική προσέγγιση που συνδίαζε την κατανάλωση γαλακτοκομικών προιόντων εμπλουτισμένα με ασβέστιο και βιταμίνη D για πέντε χειμερινούς μήνες. (Y. Manios 2009).

Η μελέτη ξεκίνησε τον Ιούλιο του 2004 με την έγκριση της Επιτροπής Ηθικής του Χαροκοπείου Πανεπιστημίου Αθηνών. Κατά τον Ιούλιο του 2004, οι εθελοντές κλίθηκαν να συμμετάσχουν και αφίσες διανεμήθηκαν σε δημόσια κτήρια και κέντρα σε τρεις περιοχές της Αθήνας : Νέα Σμύρνη, Καλλιθέα και Νέο Ηράκλειο.

Ένα δείγμα 307 μετεμμηνοπαυσιακών γυναικών προσφέρθηκε να συμμετάσχει. Χρησιμοποιήθηκε ερωτηματολόγιο για το ιατρικό ιστορικό των γυναικών, τα δημογραφικά δεδομένα τους, τις διατροφικές συνήθειες, τη σωματική δραστηριότητα και το κάπνισμα. Επιπλέον, αξιολογήθηκε η κατάσταση των οστών όλων των εθελοντών με ποσοτική μέτρηση της πτέρνας με υπέρηχο. Μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες ήταν τυχαία σε μία ομάδα διατροφικής παρέμβασης και λάμβαναν καθημερινά 1200 περίπου gr ασβεστίου και 7,5 gr βιταμίνης D μέσω των γαλακτοκομικών προιόντων, μία δεύτερη ομάδα που λάμβανε καθημερινά 1200 mg ασβεστίου και μία ομάδα ελέγχου. (Y. Manios 2009).

11 από τις 112 γυναικες, που αρχικά συμμετείχαν, δεν μπορούσαν να επανεξεταστούν στην 5-μηνη παρακολούθηση, μένοντας τελικά 101 γυναίκες για πλήρη παρακολούθηση. Από αυτές, 3 από την πρώτη ομάδα έπεσαν έξω για προσωπικούς λόγους ενώ 4 από τη δεύτερη είτε δε μπορούσαν να εντοπιστούν είτε δεν ήτατν διαθέσιμες για να συμμετάσχουν για παρακολούθηση εκείνη τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Επίσης, 4 γυναίκες απο τις ΗΠΑ αποσύρθηκαν λόγω παρενεργειών, όπως πρήξιμο, δυσκοιλιότητα και εντερική δυσφορία που προφανώς σχετίστηκαν με τα συμπληρώματα που χρησιμοποιήθηκαν.

Κατά συνέπεια, ο αριθμός των ατόμων σε κάθε ομάδα με την πλήρη έναρξη και την παρακολούθηση ήταν 39 στην πρώτη ομάδα, 36 στη δεύτερη και 26 στην ομάδα ελέγχου.

Τα αποτελέσματα έδειξαν πως στην πρώτη ομάδα είχαμε μία αύξηση της ινσουλίνης σε σχέση με τις άλλες δύο ομάδες, στην ομάδα ελέγχου είχαμε μία αύξηση της παραθυρεοειδούς ορμόνης σε σχέση με τις άλλες δύο ομάδες ενώ δεν παρατηρήθηκαν αλλαγές σε καμία ομάδα σχετικά με την οστεοκαλσίνη. (Y. Manios 2009).

Καταλήγοντας λοιπόν, η μελέτη μας έδειξε ότι η εφαρμογή ενός προγράμματος διατροφικής παρέμβασης στις εμμηνοπαυσιακές γυναίκες στην Ελλάδα, το οποίο ήταν εμπλουτισμένο με γαλακτοκομικά προιόντα με επιπλέον ασβέστιο και βιταμίνη D για 5 μήνες, μπορει να προκαλέσει ευνοικές αλλαγές σε ορισμένους διαιτητικούς και βιοχημικούς δείκτες του οστικού μεταβολισμού.

Συνοπτικά, τα αποτελέσματα της μελέτης υποδυκνείουν ότι η προσέγγιση μιας εφαρμογής που θα συνδιάζει την παροχή συμβουλών και την κατανάλωση γαλακτοκομικών προιόντων διατροφής για μια περίοδο 5 μηνών σε φαινομενικά υγειής μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες μπορεί να προκαλέσει κάποιες ευνοικότερες αλλαγές σε σχέση με το ποσοστό εμφάνισης οστεοπόρωσης. (Y. Manios 2009)

2. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ – ΣΥΖΗΤΗΣΕΙΣ

Η σχέση της πρωτείνης με την εμφάνιση οστεοπόρωσης ακόμα δεν έχει εξακριβωθεί πλήρως. Υπάρχουν δεδομένα που υποστηρίζουν πως η περίσσεια πρωτείνης από τη διατροφή προκαλεί διάφορα προβλήματα, όπως υπερασβεστιουρία και αρνητικό ισοζύγιο ασβεστίου .

Ωστόσο, στις παραπάνω έρευνες φάνηκε πως η κατανάλωση πρωτεινικών τροφίμων επηρέασε θετικά την οστική πυκνότητα και βοήθησε στη μείωση της εμφάνισης της οστεοπόρωσης. Επίσης, σημαντικό ρόλο παίζει και η πρόσληψη ασβεστίου και βιταμίνης D, που έχουν καθοριστική σημασία στην εμφάνιση της.

Το συμπέρασμά μας είναι πως οι γυναίκες έχουν περισσότερο κίνδυνο μετά την εμμηνόπαυση εμφάνισης οστεοπόρωσης και πως σημαντικό ρόλο για την πρόληψη παίζουν οι διά βίου σωστές διατροφικές συνήθειες, η μεθοδική φυσική δραστηριότητα καθώς και η σωστή αντιμετώπιση τυχόν περιστατικών που αφορούν την οστεοπόρωση.

Χριστιάνα Αμπατζή

Κοινοποίηση
Share on Facebook
Facebook
Share on LinkedIn
Linkedin
Tweet about this on Twitter
Twitter